Ειδήσεις χωρίς σύνορα blog ➤
Πριν από λίγες ημέρες το Forbes αναρωτήθηκε εάν ο Νταβίντ Καϊτίδης είναι ο πρώτος αξιωματικός της αστυνομίας που θα γίνει επαγγελματίας ηθοποιός. Ας του δώσουμε λίγο χρόνο να το αποδείξει μέσα από την δουλειά του και ας ακούσουμε από τον ίδιο όπως ξετύλιξε το κουβάρι της ζωής του την πορεία του από την Σκύδρα και την Έδεσσα στην υπηρεσία των ΜΑΤ και από εκεί σε μία δεύτερη, πιο λαμπερή καριέρα στην Αμερική.
H ιστορία του ξεκινάει με την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και την επιστροφή χιλιάδων ομογενών από την περιοχή του Καυκάσου. Οι γονείς του, που εγκατέλειψαν την πρωτεύουσα της σημερινής Γεωργίας, Τυφλίδα και μαζί με αυτή μία στρωμένη ζωή – ο πατέρας του ήταν μηχανολόγος μηχανικός και η μητέρα του χημικός μηχανικός – για μία καλύτερη τύχη, περιπλανήθηκαν σε διάφορες περιοχές της Βορείου Ελλάδας και από την Σκύδρα όπου γεννήθηκε το 1991 ο Νταβίντ Καϊτίδης κατέληξαν στην Έδεσσα.
Ζωηρό και δραστήριο παιδί ο μικρός Νταβίντ θα ακολουθήσει μία φορά τους γονείς τους στην βιβλιοθήκη της πόλης και θα ανακαλύψει νέους κόσμους να ανοίγονται μπροστά του. «Το καλοκαίρι, που δεν είχαμε σχολείο, περνούσα ώρες ολόκληρες και διάβαζα το ένα βιβλίο πίσω από το άλλο. Ακόμη και αυτά που δεν ήταν της ηλικίας μου. Εκεί γνώρισα και αγάπησα τα βιβλία του Καζατζάκη».
Πίσω στο σπίτι της οικογένειας Καϊτίδη, που ήταν πλέον αυτό μίας τυπικής ελληνικής οικογένειας υπήρχε η “πίεση” για καλούς βαθμούς. Για τον David δεν ήταν δύσκολο καθώς όπως λέει τα “έπερνε τα γράμματα”. Σημαιοφόρος από το δημοτικό, στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο απουσιολόγος για έξι συνεχόμενα χρόνια. Την χρονία που έδωσε πανελλήνιες συγκέντρωσε 19.500 μόρια καταφέρνοντας να μπει στην ζηλευτή κατηγορία των “πρώτων των πρώτων” και να τιμηθεί από το πρόγραμμα αριστείας της Eurobank αλλά και την συντοπίτισσα του, τότε, Υπουργό Παιδείας Άννα Διαμαντοπούλου.
Η φλόγα του Καυκάσου έκαιγε βαθιά μέσα του και παρά τους άριστους βαθμούς ήταν και ένα όργισμένο νιάτο καταφέρνοντας αν και απουσιολόγος να έχει τις περισσότερες απούσιες στην τάξη του. Ιδιαίτερα αθλητικός τύπος δέθηκε με το ποδόσφαιρο το οποίο υπήρξε μία από τις «ζωές» του καθώς έπαιξε σε αρκετές ομάδες. «Η πρώτη μου επαφή με την μπάλα σε ομάδα ήταν σε ηλικία 5 χρονών και δεν σταμάτησα μέχρι που μετακόμισα στην Αμερική. Ήμουν πολύ τυχερός γιατί είχα ένα πολύ καλό προπονητή τον κ. Κώστα Παρίση ο οποίος μας έμαθε να αθλούμαστε με νοοτροπία επαγγελματία αν και ήμασταν μαθητές που παίζαμε ερασιτεχνικά. Με το που τελείωσα το σχολείο και κατέβηκα Αθήνα άρχισα να ασχολούμαι πιο ζεστά. Ξεκίνησα από την Νέων στην Ηλιούπολη η οποία τότε έπαιζε στην Football League, έγινα αρχηγός στην Νέων και μετά πέρασα στην ομάδα των ανδρών. Oι υποχρεώσεις μου όμως με την σχολή δεν μου επέτρεψαν να προπονούμε στον βαθμό που πρέπει για επαγγελματία αθλητή και έτσι συνέχισα το ποδόσφαιρο, που το αγαπώ και μου λείπει, σε πιο μικρές ομάδες όπως στα Κριεζά στην Εύβοια και στην ΑΟ Ποντίων στον Πειραιά».
Επιστροφή στον “πρώτο των πρώτων” Νταβίντ, ο οποίος είχε επιλέξει στο μηχανογραφικό των Πανελληνίων ως πρώτη του επιλογή την Σχολή Αξιωματικών της Αστυνομίας. «Γνωρίζουμε καλά πως είναι τα πράγματα στην ελληνική επαρχία σε ότι αφορά την επαγγελματική αποκατάσταση. Εγώ δεν ξέφυγα από την πεπατημένη. Από παιδί δεν μπορούσε να περάσει από το μυαλό μου ότι υπάρχει κάποια άλλη διέξοδος πέρα από το να εργαστώ στον δημόσιο τομέα. Δυστυχώς υπήρχε γύρω μου η νοοτροπία της ασφάλειας του δημοσίου με την “θεσούλα”, την σταθερή ασφάλιση και την πορεία προς την σύνταξη. Σαν άνθρωπος του αθλητισμού και της δράσης είδα στο πρόσωπο της Αστυνομίας μία θέση στο δημόσιο αλλά όχι στο γραφείο γιατί δεν τα πηγαίνω και τόσο καλά με τους κλειστούς χώρους».
Για την επιλογή του αυτή δεν θα το μετανιώσει «Η Σχολη Αξιωματικών της Αστυνομίας ήταν ενα μεγάλο σχολείο για εμένα και το επίπεδο των μαθημάτων ιδιαίτερα υψηλό. Ακόμη και σήμερα που έχω φύγει από τον χώρο μαθήματα που έχω διδαχθεί στην σχολή τα συναντώ μπροστά μου και μου είναι ιδιαίτερα χρήσιμα. Θεωρώ σημαντικό ότι την ίδια στιγμή που οι συνομήλικοι προσπαθούσαν να βρουν τα πατήματα τους η σχολή με είχε βοηθήσει να ωριμάσω και να έχω μία πιο κατασταλαγμένη είκονα». Η χρονιά που θα περνούσε την πόρτα της Σχολής ήταν και η χρονία που η Ελλάδα θα έμπαινε στα μνημόνια και ενώ όλων οι δουλειές έπαιρναν την κατιούσα αυτή των αστυνομικών χτυπούσε διπλοβάρδιες ώστε να “αντεπεξέλθει στις αυξημένες απαιτήσεις”.
Η αποφοίτηση του το καλοκαίρι του 2013 και η ένταξη του στην Υποδιεύθυνση Αποκατάστασης Τάξης – τα πάλαι ποτέ ΜΑΤ – θα τον βρουν παρόν σε ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της δεκαετίας. Το βάπτισμα πυρός θα το πάρει στο Κερατσίνι λίγη ώρα μετά την δολοφονία του Παύλου Φύσσα. «Οι ταραχές ήταν πρωτόγνωρες για εμένα. Χωρίς ιδιαίτερη εμπειρία καθώς είχα ενταχθεί στην μονάδα πριν από ένα μήνα βρέθηκα σε μία από τις βίαιες καταστάσεις που θα αντιμετώπιζα τα επόμενα τρία χρόνια στην Αστυνομία. Εκείνη την στιγμή δεν σκέφτεσαι τίποτα, δεν υπάρχει χρόνος να σκεφτείς το παραμικρό, αλλά έστω και στιγμιαία αναρωτιέσαι αν θα καταφέρεις να βγεις ζωντανός από όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω σου. Ουσιαστικά ήμουν ακόμη ένα παιδί και δεν το κρύβω ότι έννοιωσα τον μεγαλύτερο φόβο που είχα βιώσει μέχρι τότε στην ζωή μου. Το βράδυ που γύρισα σπίτι από την ταχυπαλμία δεν μπόρεσα να κοιμηθώ».
Το βράδυ που γύρισα σπίτι, από το Κερατσίνι μετά την δολοφονία του Φύσσα, από την ταχυπαλμία δεν μπόρεσα να κοιμηθώ
Την παραπάνω εμπειρία μαζί με μία ακόμη περίπτωση όπου κόντεψε να καεί ζωντανός όταν σε μία αλλαγή βάρδιας στα Εξάρχεια, αντεξιουσιαστές επιτέθηκαν με βόμβες μολότωφ στην κλούβα της αστυνομίας, καταγράφει ως τις πλέον έντονες στην έως τώρα πορεία του στο αστυνομικό σώμα. «Διαφορετικά τα βλέπεις τα πράγματα όταν είσαι απ’ έξω, διαφορετικά τα βλέπεις όταν είσαι εντός. Εγώ χαίρομαι που τα είδα από πολύ μέσα και τώρα έχω την δυνατότητα να τα δω και από απόσταση. Όπως σε όλες τις δουλειές υπάρχουν άνθρωποι που είναι καλοί επαγγελματίες και αυτοί που δεν είναι και τόσο. Σε αυτό δεν διαφέρουν τίποτα τα ΜΑΤ. Εγώ προσπάθησα να κάνω όσο καλύτερα γίνεται την δουλεία, τίποτα περισσότερα και τίποτα λιγότερο.
Όταν έχεις να κάνεις με συγκρούσεις είναι μία ιστορία που είναι εξ ορισμού δύσκολη. Η αποστολή των ΜΑΤ είναι πολύ συγκεκριμένη και είναι ταραχές. Είτε αυτές είναι στους δρόμους, είτε στα γήπεδα, είτε σε διαδηλώσεις. Τα ΜΑΤ λειτουργούν σε καταστάσεις που δεν είναι όμορφες και όσο να προσπαθήσεις δεν υπάρχει όμορφος τρόπος να το προσεγγίσεις αυτό το θέμα. Η ιστορία αυτή είναι βαμμένη με άσχημα χρώματα από την αρχή».
Την περίοδο των δακρυγόνων ο David θα γνωρίσει τον έρωτα της ζωής του χάρη στον οποίο θα αλλάξει κεφάλαιο. «Η κοπέλα μου τότε, και σήμερα σύζυγος μου, η Victoria, είναι Αμερικανίδα. Από μικρός είχα μία κλήση στην διοίκηση επιχειρήσεων και στην Σχολή τα μαθήματα διοίκησης ήταν αυτά που κέντριζαν περισσότερο το ενδιαφέρον. Συζητώντας το μαζί της βρήκαμε ένα σχετικό μεταπτυχιακό πρόγραμμα στο Σαν Φρανσίσκο. Πριν από δύο χρόνια, πήρα άδεια άνευ αποδοχών από την υπηρεσία μου και κάθισα ξανά στα θρανία αυτή την φορά στον τομέα της διοίκησης επιχειρήσεων».
Η Αμερική είναι η χώρα των ευκαιριών και ο Νταβίντ Καϊτίδης θα αποδείξει ότι δεν αξίζει να αφήνεις καμία ευκαιρία χαμένη γιατί ποτέ δεν ξέρεις που μπορεί να σε οδηγήσει. «Η Victoria είναι φωτογράφος, όταν έψαχνα μία δουλειά που θα μπορούσα να κάνω παράλληλα με τις σπουδές μου, μου είπε “γιατί δεν πας να γίνεις μοντέλο”. Ήμουν τόσο άσχετος με τον τομέα που δεν ήξερα καν ότι τα μοντέλα πληρώνονται για αυτό που κάνουν. Φωτογραφήθηκα, έφτιαξα το book μου, βρήκα ατζέντη αλλά μέσα μου δεν πίστευα ότι αυτό το πράγμα θα δουλέψει.
Ήμουν τόσο άσχετος με το modeling που δεν ήξερα καν ότι τα μοντέλα πληρώνονται για αυτό που κάνουν
Το Σαν Φρανσίσκο διαθέτει 5-6 μεγάλα πρακτορεία, μέσα σε λίγο διάστημα δέχτηκα σχεδόν από όλα πρόταση να συνεργαστώ. Στα δύο χρόνια που δουλεύω έχω πάρει μέρος σε παραγωγές για την Google, την Hilton, την BMW, την Dolby και άλλες μεγάλες εταιρείες. Μετά τον πρώτο μήνα όμως άρχισαν να έρχονται προτάσεις πέρα από την φωτογράφιση που ήθελαν κάτι παραπάνω, την δυνατότητα υποκριτικής. Στάθηκα πολύ τυχερός καθώς βρήκα μία καλή σχολή υποκριτικής όπου με το που είδα μία παράσταση των μαθητών της κάτι έκανε κλικ μέσα μου και είπα “εδώ ανήκω”. Έβαλα το 150% των δυνάμεων μου και από τότε τα πράγματα άρχισαν να γίνονται όλο και πιο σοβαρά μέρα με την ημέρα».
Ο David Kait, όπως είναι πλέον το καλλιτεχνικό του όνομα, έχει συμμετάσχει ήδη σε δύο θεατρικές παραστάσεις στο Σαν Φρανσίσκο, η μία από αυτές ήταν ο Μάκβεθ του Σαίξπηρ, έχει κάνει περάσματα από αρκετές τηλεοπτικές σειρές και ετοιμάζεται να δει τον Σεπτέμβριο τον εαυτό του στο πανί καθώς συμμετείχε στην αβάπτιστη ακόμη νέα ταινία του Christopher Coppola.
Τα βήματα του τον φέρνουν όλο και πιο κοντά και στο Λος Ατζελες και το Χόλιγουντ καθώς όπως παραδέχεται στο γειτονικό Σαν Φρανσίσκο η παραγωγή είναι μικρή. Πριν από λίγες ημέρες βρέθηκε στο φεστιβάλ ελληνικού κινηματογράφου που πραγματοποιήθηκε στην πρωτεύουσα της Καλιφόρνια. «Ήταν μεγάλη μου χαρά που είδα από κοντά ανθρώπους που θαύμαζα την δουλεία τους όπως τον κ. Τάσο Μπουλμέτη, τον Φαίδωνα Παπαμιχαήλ, τον Σωκράτη Αλαφούζο που θυμόμουν από παιδάκι στην Λάμψη και ακόμη μεγαλύτερη χαρά που είδα ότι στην Ελλάδα γίνονται αξιοπρόσεκτες και ενδιαφέρουσες ταινίες. Για εμένα ήταν ξεχωριστή εμπειρία και έκπληξη να δω αυτά που έζησα στην ζωή μου μερικά χρόνια πριν μέσα από την ταινία Χρόνια Πολλά του Χρίστου Γεωργίου όπου ο πρωταγωνιστής της είναι ένας αξιωματικός των ΜΑΤ στην Αθήνα της κρίσης».
Παραδέχεται ότι ποτέ ως παιδί δεν είπε ότι θέλει να γίνει ηθοποιός όταν μεγαλώσει, όμως σήμερα που έχει κάνει βήματα που άλλοι θα προσπαθούσαν χρόνια για να τον φθάσουν, θεωρεί ότι όλο αυτό βρισκόταν μέσα του και απλώς δεν είχε εκφραστεί. «Κάτι που με ενδιέφερε από πολύ μικρή ηλικία, δεν ξέρω γιατί, ήταν η ανάλυση ψυχολογίας. Στα βιβλία του Καζατζάκη που με αυτά μεγάλωσα προσπαθούσα να καταλάβω γιατί λειτουργούσε με τον τρόπο που λειτουργούσε ο κάθε χαρακτήρας, το οποίο είναι μεγάλο κομμάτι της δουλείας μου τώρα. Κοντολογίς, είχα τις τάσεις όμως δεν είχα τα λόγια να πω αυτό που νιώθω, να το περιγράψω με χαρακτηρισμούς καριέρας».
Για το μέλλον, και μετά από όσα έχει ζήσει, έχει μόνο ένα μότο «Ποτέ μην λες ποτέ. Όπως έλεγα ότι ποτέ δεν θα πάω στην Αμερική έτσι δεν μπορώ να πω ότι δεν θα επιστρέψω στην Ελλάδα. Με ενδιαφέρει να εδραιωθώ εδώ ιδανικά και να κάνω ταινίες οι οποίες όταν επιστρέφει ο θεατής στο σπίτι του να σκέφτεται το νόημα τους πριν πέσει στο κρεβάτι. Δεν ξέρω όμως που θα με βγάλει, έχω την όρεξη, την διάθεση και την πίστη να το κυνηγήσω όσο πιο πολύ γίνεται. Ακόμη και να μην το πετύχω τουλάχιστον θα ξέρω ότι το έχω προσπαθήσει με όλες μου τις δυνάμεις».