Ειδήσεις χωρίς σύνορα blog ➤
Νέα στοιχεία από την
εφιαλτική ζωή της στην Αραβία στα χέρια του συζύγου-τυράννου της φέρνει στο φως της δημοσιότητας η πετυχημένη -εντός και εκτός συνόρων -συγγραφέας Αλεξάνδρα Συμεωνίδου.
ΑΠΟ ΤΗΝ
ΤΕΡΙΑΝΝΑ ΠΑΠΠΑ
ΤΕΡΙΑΝΝΑ ΠΑΠΠΑ
Η Αλεξάνδρα ήταν μια «απλή θνητή» και ξαφνικά έγινε η πριγκίπισσα του Ριάντ. Πριν από 29 χρόνια γνώρισε τον γοητευτικό Σαουδάραβα σεΐχη Σάμι αλ Μαντίλ σε μια πτήση των αερογραμμών της Σ. Αραβίας όπου εκείνη εργαζόταν ως αεροσυνοδός. Αρχικά ένιωθε ότι ζούσε ένα όνειρο, αλλά σύντομα ανακάλυψε ότι ήταν φυλακισμένη σε ένα «χρυσό κλουβί», από το οποίο όμως κατόρθωσε να αποδράσει χάρη στη μητέρα της Μίνα.
Σήμερα εξακολουθεί να κάνει διεθνή συγγραφική καριέρα, αφού τα βιβλία της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά και τα γαλλικά, ενώ επιστρέφει πίσω στον χρόνο, για να μας ταξιδέψει και πάλι στην πολυτάραχη ζωή της. «Με το Προσφυγικό οι μνήμες επανέρχονται και επιβεβαιώνονται με το παραπάνω» τονίζει.
Από αυτήν την περιπέτεια, όμως, απολαμβάνει την αγάπη του γιου της, του 27χρονου Αλέξανδρου, ο οποίος ως πρωτότοκος είναι διάδοχος του σεΐχη, όμως εργάζεται στην γκαλερί του θείου του. Ο νεαρός δεν είχε στενή σχέση με τον πατέρα του και οι δυο τους μιλούν αραιά και πού, και μόνο όταν ο σεΐχης το επιθυμεί.
Η «Espresso» παρουσίασε σήμερα -σε αποκλειστική προδημοσίευση- μερικά από τα νέα αποσπάσματα που θα συμπεριληφθούν στο ανανεωμένο βιβλίο της Αλεξάνδρας.
Ατελείωτο ξύλο μέχρι πρωίας
Ατελείωτο ξύλο μέχρι πρωίας
Σε άλλο σημείο του βιβλίου αναφέρει την εμπειρία της στο εμπορικό κέντρο: «Ενα απόγευμα, μία από τις ανέλπιστες φορές, μου πρότεινε να με πάει βόλτα στο εμπορικό κέντρο της πόλης για να αγοράσω παπούτσια. Υπήρχαν πολυτελέστατα καταστήματα για τα ακριβά γούστα της αραβικής πελατείας, σε ένα από αυτά του ζήτησα να μπω. Οι υπάλληλοι, πάντα άντρες και πολύευγενικοί στην απαιτητική πελατεία τους, απευθύνονταν μόνο στον σύζυγο για να εξυπηρετήσουν.
Μίλησα γαλλικά
Κατά σύμπτωση ο υπάλληλος που μου πρόβαρε τα παπούτσια ήταν Γάλλος και του μίλησα γαλλικά, τότε ο Σάμι, εν μέσω όλων των παπουτσιών και μπροστά στο σαστισμένο βλέμμα του ανθρώπου, με φωνές με τράβηξε, με έσυρε έξω από το κατάστημα και με πέταξε στο αυτοκίνητο. Είχα καταπιεί τη γλώσσα μου, εκείνος οδηγούσε σαν τρελός με ιλιγγιώδη ταχύτητα, ενώ συγχρόνως με υπέβαλε σε μια από τις γνωστές του ανακρίσεις. Γιατί, πώς και από πού μίλησα γαλλικά με τον υπάλληλο, πράγμα που ήταν άκρως υποτιμητικό, και τον οποίο, κατά τη γνώμη του, θα πρέπει να τον γνώριζα από το Παρίσι. Το ξύλο ήταν ατελείωτο μέχρι πρωίας, έπρεπε να πληρώσω το τίμημα. Ακριβά».
«Με χτύπησε τόσο, που έχασα την ακοή μου»
Μια από τις πιο δύσκολες στιγμές που έζησε η Συμεωνίδου ήταν η βραδιά που θέλησε να πιει λίγο νερό. Τι ακολούθησε;
Μια από τις πιο δύσκολες στιγμές που έζησε η Συμεωνίδου ήταν η βραδιά που θέλησε να πιει λίγο νερό. Τι ακολούθησε;
κάποια στιγμή να πάω στην κουζίνα χωρίς να γίνω αντιληπτή, διψούσα πολύ. Ανοιξα αθόρυβα την πόρτα και πολύ διακριτικά έσβηνα τη δίψα μου, εκείνος παρ’ όλα αυτά με αντιλήφθηκε και δεν έχασε καιρό, τον είδα ξαφνικά μπροστά μου. Πριν προλάβω να πάρω μια ανάσα, άκουσα μια άγρια φωνή: “Τι κάνεις εσύ εδώ;” και ένιωσα ένα χέρι σαν βαρίδι να με χτυπά αλύπητα στο πρόσωπο».«Ηταν σούρουπο όταν με το βλοσυρό και επιτακτικό του ύφος μού ανήγγειλε ότι κάποιος φίλος του θα ερχόταν για επίσκεψη και εγώ δε θα έπρεπε να εμφανιστώ, ήταν ένα “πρέπει” που με τίποτα δε θα μπορούσα να διαπραγματευτώ. Ησυχα και αδιαμαρτύρητα θα κλεινόμουν στα εσωτερικά δωμάτια χωρίς τηλεόραση, κοιτάζοντας τους τέσσερις τοίχους, ενώ εκείνος με το φίλο του θα είχαν όλα τα μέσα ψυχαγωγίας, και φαγητό υποχρεωτικά. Είχα βαρεθεί πολύ από το ψυχοπλάκωμα, την κλεισούρα και την απραξία και αποφάσισα
Λιπόθυμη για πολλή ώρα
Πηγή ➤
«Ολα συνέβησαν μέσα σε ένα λεπτό. Εβγαλα μια δυνατή φωνή από τον πόνο και αμέσως κατάλαβα ότι δεν άκουγα από το αριστερό μου αφτί. Είχα κουφαθεί! Πανικοβλημένη, άρχισα να κλαίω απαρηγόρητα και να καλώ δυνατά, όσο μπορούσα, σε βοήθεια λέγοντας: “Εχασα την ακοή μου, κάποιος να με βοηθήσει”. Ο φίλος του, μπροστά σε αυτή τη συμφορά, το έβαλε στα πόδια και έφυγε φοβούμενος τις συνέπειες, διότι η ποινή για το αδίκημα μιας τέτοιου είδους χειροδικίας ήταν μεγάλη. Είχα μείνει λιπόθυμη για πολλή ώρα, πάλι μόνοι, αυτός και εγώ! Αβοήθητη, πέρασα μια μαρτυρική νύχτα με ένα σοβαρό πρόβλημα που μόνο που το σκεφτόμουν τρελαινόμουν. Είχα χάσει την αίσθηση της ακοής από το αριστερό μου αυτί, αλλά συγχρόνως και κάτι άλλο είχε προκύψει, δεν άντεχα να ακούω τίποτα από το γερό μου αυτί, που ήταν το δεξί, ο παραμικρός ήχος ακουγόταν σαν σεισμός. Δεν ξέρω πώς, ανήμπορη και μόνη απέναντι σ’ αυτή την πρωτόγνωρη πράξη βαρβαρότητας, ο ύπνος με νίκησε για λίγο, αλλά το πέσιμο μιας κρεμάστρας με έκανε να ξυπνήσω τόσο βίαια, λες και μου τρυπούσαν με τρυπάνι το αυτί».
«Με έσυρε μισοπεθαμένη στο μπάνιο για λίγο νερό»
«Με έσυρε μισοπεθαμένη στο μπάνιο για λίγο νερό»
Συνέχεια από τις τραγικές εμπειρίες της συγγραφέως, που ξεπερνούν ακόμα και σενάριο ταινίας θρίλερ και που έφτασε λίγο πριν από τον θάνατο. Λέει χαρακτηριστικά:
«Παρίσι, ξενοδοχείο “Sheraton”, τέταρτη μέρα της παραμονής μας εκεί. Μετά από την έξοδο, το τέλος της βραδιάς έπρεπε να συνοδευτεί από έναν διαφορετικό βασανισμό. Εκείνο το βράδυ στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, αφού διαπληκτίστηκε μαζί μου για έναν ασήμαντο λόγο, με ακινητοποίησε και με πρωτοφανή βάρβαρο τρόπο μού έκλεισε το στόμα και τη μύτη, ώστε να μην μπορώ να αναπνεύσω, φτάνοντάς με έτσι ένα σκαλί προ του θανάτου. Η αναπνοή μου στέρευε, αφού στόμα, μύτη και χέρια ήταν μπλοκαρισμένα. Ζητούσα έλεος με τα μάτια μου, που απελπισμένα θόλωναν και αυτά. Δεν ξέρω πώς και πότε ο βασανιστής μου με έσυρε μισοπεθαμένη στο μπάνιο για λίγο νερό. Συνεπαρμένος από τα πρωτόγονα πάθη του, είχε λησμονήσει ότι στο ακριβώς διπλανό δωμάτιο η μητέρα και η θεία μου θα με αναζητούσαν. Αρα την τελευταία στιγμή ο θύτης σκέφτηκε τη ζωούλα του.
Η απάνθρωπη φύση αυτού του μισανθρώπου τον έκανε να ξεχάσει ότι δε βρισκόταν στη Σαουδική Αραβία, όπου τα πάντα γίνονται με εντελώς διαφορετικό τρόπο και με διαδικασίες που προστατεύουν τον Σαουδάραβα άντρα σε ό,τι αφορά τη γυναίκα του, και μάλιστα όταν είναι ξένη.
Είκοσι τέσσερις ώρες κύλησαν μέσα στο δωμάτιο μέχρι να ξαναβρώ τον εαυτό μου -και αυτό το χρωστάω στο φύλακα άγγελο μου-, ώστε με τις εξαντλημένες μου δυνάμεις και το πτοημένο μου ηθικό να μπορέσω να ανακάμψω. Δεν μπόρεσα να δώσω καμιά εξήγηση στη μητέρα μου για το συμβάν, σαν να με είχε εκείνος υπνωτίσει, ενώ ο ίδιος, παίζοντας το ρόλο του καλού, άφησε ακόμη μία μέρα να περάσει. Δεν ξέρω τι μου συνέβαινε, γιατί δεν μπορούσα να αντιδράσω; Και με τις τρομερές αυτές και συγκινητικές εμπειρίες ενός “love story” στο Παρίσι, ο κύκλος έκλεισε και πήραμε πάλι το δρόμο της επιστροφής για την Αθήνα…»
Απόλυτη υπακοή
Απόλυτη υπακοή
Η Αλ. Συμεωνίδου αναφέρεται σε άλλο σημείο του βιβλίου της στην προσωπικότητα του πρώην συζύγου της και λέει:
«Μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερα πράγματα γίνονταν αντιληπτά, η αλήθεια δεν κρύβεται, είχαν αρχίσει να πέφτουν οι μάσκες! Κάθε στιγμή που περνούσε ανακάλυπτα και άλλη μια δυσάρεστη πτυχή της προσωπικότητας αυτού του ανθρώπου και του περίγυρού του, από όποιο πρίσμα και αν τους έβλεπα. Υποκριτής, διχασμένος, κυκλοθυμικός, εγωιστής, αλαζόνας, απρόβλεπτος, ψεύτης, σκληρός, με λίγες πινελιές φτηνού χιούμορ… Ολα αυτά συνέθεταν το άτομο αυτό που ονομαζόταν Σάμι. Οταν τον γνώρισα δεν ήταν καθόλου θρησκευόμενο άτομο ή αυτή την εντύπωση ήθελε να περάσει κάνοντας τον εξελιγμένο, στην Τζέντα όμως έπεσε με τα μούτρα στην προσευχή κάνοντας τον καλό μουσουλμάνο. Μετά ήταν και πάλι ο τύραννος. Στα πάντα ήταν αρνητικός… “Εσύ όλο σκέφτεσαι”, μου έλεγε, “και οι σκέψεις σου σε οδηγούν σε αδιέξοδο. Μη σκέφτεσαι!”. Εννοούσε να αποδέχομαι τα πάντα χωρίς να μιλάω».
Το βασανιστήριο με την μπουκάλα
«Μετακόμισα στο δωμάτιο της μητέρας μου μέχρι να βλέπαμε τι θα γινόταν. Η κατάσταση ήταν έκρυθμη! Οι ισορροπίες είχαν συθέμελα διαταραχθεί, η ημέρα και η νύχτα είχαν αποκτήσει το ίδιο χρώμα, το μαύρο της μελαγχολίας και της απόγνωσης, ο αέρας ήταν αποπνικτικός, λες και ερχόταν από τα έγκατα της γης, η ησυχία ήταν θορυβώδης σκιά που αντανακλούσε τον απόηχο της απελπισίας. Σε αυτό το κλίμα, αναπνέαμε και συνυπήρχαμε. Η μαμά μου και εγώ προσπαθούσαμε να εντάξουμε τη ζωή μας σε μια αλλόκοτη καθημερινότητα που δεν είχε χρόνο και τρόπο. Σκιές του αλλοτινού μας εαυτού, περιμέναμε… μα τι περιμέναμε; Δεν υπήρχε τίποτα, το απόλυτο κενό, η άβυσσος μπροστά μας έτοιμη να μας καταβροχθίσει. Εκείνος, ένα μεσημέρι μέσα στη λύσσα και την παράνοια που ζούσε, διψούσε με τα αιμοβόρα του ένστικτα να μας εκδικηθεί. Εφτασε μέσα στη σιωπή της αμηχανίας και του διάχυτου φόβου τον οποίον βιώναμε βαθιά μέσα στο πετσί μας και εισέβαλε στο δωμάτιο που προσωρινά μας “φιλοξενούσε”».
Ηθελε να μας ανατινάξει στον αέρα«Η σκιώδης μαυριδερή αύρα του μ’ έκανε να αναπηδήσω από το ξάφνιασμα και τον τρόμο που κατοικοέδρευε μέσα μου. Μας διέταξε, και τις δυο, εμείς δεν υπακούσαμε, περιφρονητικά του απαντήσαμε διά της σιωπής. Εγινε έξαλλος και σαν δαιμονικό που είχε ξεπροβάλει μέσα από την αόρατη διάστασή του έτρεξε χτυπώντας την κελεμπία του απόρροια της μανίας και μπήκε σαν τρισδιάστατος δαίμονας στην κουζίνα και από κει μέσα σε λίγα λεπτά απροσδόκητα τον είδαμε να ξεπροβάλει μπροστά μας. Κρατούσε μια ολόκληρη μπουκάλα γκαζιού -την είχε αποσυνδέσει από την κουζίνα- και την έφερε μπροστά μας.“Τώρα να δούμε αν θα ακούσετε ή όχι” είπε, αφού έκλεισε το κλιματιστικό, έκλεισε κάθε δίοδο αέρος, έβγαλε τον αναπτήρα του και άρχισε να παίζει με τη στρόφιγγα του γκαζιού. Ηθελε να μας ανατινάξει στον αέρα. Φωνές απελπισίας αντήχησαν στο σπίτι. Η μητέρα μου και εγώ ξεφωνίζαμε και ικετεύαμε τον απεσταλμένο του Ζερζεβούλ να μας λυπηθεί.
Ηθελε να μας ανατινάξει στον αέρα«Η σκιώδης μαυριδερή αύρα του μ’ έκανε να αναπηδήσω από το ξάφνιασμα και τον τρόμο που κατοικοέδρευε μέσα μου. Μας διέταξε, και τις δυο, εμείς δεν υπακούσαμε, περιφρονητικά του απαντήσαμε διά της σιωπής. Εγινε έξαλλος και σαν δαιμονικό που είχε ξεπροβάλει μέσα από την αόρατη διάστασή του έτρεξε χτυπώντας την κελεμπία του απόρροια της μανίας και μπήκε σαν τρισδιάστατος δαίμονας στην κουζίνα και από κει μέσα σε λίγα λεπτά απροσδόκητα τον είδαμε να ξεπροβάλει μπροστά μας. Κρατούσε μια ολόκληρη μπουκάλα γκαζιού -την είχε αποσυνδέσει από την κουζίνα- και την έφερε μπροστά μας.“Τώρα να δούμε αν θα ακούσετε ή όχι” είπε, αφού έκλεισε το κλιματιστικό, έκλεισε κάθε δίοδο αέρος, έβγαλε τον αναπτήρα του και άρχισε να παίζει με τη στρόφιγγα του γκαζιού. Ηθελε να μας ανατινάξει στον αέρα. Φωνές απελπισίας αντήχησαν στο σπίτι. Η μητέρα μου και εγώ ξεφωνίζαμε και ικετεύαμε τον απεσταλμένο του Ζερζεβούλ να μας λυπηθεί.
“Οχι, όχι, μη, σε παρακαλώ” φωνάζαμε με κλάματα, ενώ εκείνος είχε διαλύσει ήδη τις ψυχές μας παίζοντας και ανοιγοκλείνοντας τον αναπτήρα και το αέριο. Η σκηνή δεν είχε χρώμα ούτε ήχο να αποτυπώσει το ύψιστο των δραμάτων. Το επεισόδιο κράτησε, θεωρώ, μια αιωνιότητα, είχαμε γίνει κομμάτια, ψυχικά ράκη στα νύχια ενός ανελέητου, μοχθηρού από το τάγμα των δαιμόνων. Το περιστατικό έμεινε για πάντα χαραγμένο μέσα μας σαν αποτύπωμα της κολάσεως των ανθρώπων. Είχαμε ακόμη μια φορά επιβιώσει… Μέγας είσαι, Κύριε, που μας διεφύλαξες!».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου